δάκτυλο του ποδιού

Grieks

bewirk

Zelfstenjig naamwaord

bewirk

δάκτυλο του ποδιού ó /'ða.kti.lɔ tu pɔ.'ði.u/

  1. (alternatief) alternatieve vorm veur δάχτυλο του ποδιού